- ἐπικέρδια
- ἐπικέρδ-ια, τά,A profit on traffic or business, Hdt.4.152, Philostr.VS2.21.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επικέρδια — ἐπικέρδια, τὰ (Α) τα κέρδη που αποκτώνται από μια εργασία («οἱ δέ Σάμιοι τὴν δεκάτην τῶν ἐπικερδίων ἐξελόντες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέρδος + ια) … Dictionary of Greek
ἐπικέρδια — profit on traffic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικερδίων — ἐπικέρδια profit on traffic neut gen pl ἐπικερδαίνω gain besides pres part act masc nom sg (doric) ἐπικερδής profitable masc/fem/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)